Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετήλαι — μετῆλαι και μετιτῆλαι, αἱ (Α) ράβδοι τοποθετημένες σε καθεμιά από τις δύο πλευρές άρματος … Dictionary of Greek
μετιτήλαι — μετιτῆλαι, αἱ (Α) βλ. μετήλαι … Dictionary of Greek